μαλαχτάρι

μαλαχτάρι
το
εργαλείο των χτιστών με το οποίο μαλάζεται ο πηλός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαλαχτάρι — το 1. εργαλείο τών κτιστών με το οποίο μαλάσσεται ο πηλός 2. ζυμωτική μηχανή, ο μαλακτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαλακτάρι < θ. μαλακ τού μαλάσσω + κατάλ. τάρι (πρβλ. κρεμασ τάρι)] …   Dictionary of Greek

  • μαλαχτήρα — η το μαλαχτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαλακτήρας με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”